ομοιόπυρος

ομοιόπυρος
ὁμοιόπυρος, -ον (Α)
αυτός που είναι όμοιος με σιτάρι («τοῑς ὁμοιοπύροις καὶ ὁμοιοκρίθοις», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + πυρός «σιτάρι» (πβλ. πολύ-πυρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιόπυρον — ὁμοιόπυρος like wheat masc/fem acc sg ὁμοιόπυρος like wheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπύροις — ὁμοιόπυρος like wheat masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοπύρων — ὁμοιόπυρος like wheat masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιόπυρα — ὁμοιόπυρος like wheat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”